Πολεμώντας και γλεντώντας στο Καλπάκι...! - Του Βασίλη Γκουρογιάννη
Ο γέροντας από τη Γρανίτσα της Ντουσκάρας βρίσκονταν επί μέρες στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Για έναν βαρύ τσιγαρόβηχα μπήκε και αντί σε λίγες μέρες να επιστρέψει στο σπίτι, οι γιατροί κάτι εύρισκαν, τον κρατούσαν ακόμα, του έχωναν χάπια στο στόμα με τις χούφτες, τον φουρνίζαν σε αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους, του έκαναν θεραπείες μαρτύρια και αντί τελικά να τον στείλουν στο χωριό του και να τα βρει με τον χάροντα, εκείνοι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Αθήνα για περαιτέρω έλεγχο και καλύτερη θεραπεία.
Ο νους του πήγαινε στο κακό αλλά χωρίς φόβο. Και λοιπόν ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Δε σκοτώθηκε νέος στο Καλπάκι, ας πέθαινε γέρος αλλά ήσυχος στο χωριό του. Οι γιατροί επέμεναν, αυτός αρνιόταν να μετακινηθεί.
Έλεγε στο γιατρό, ‘’Εγώ δεν πάω. Γυρίστε με στο χωριό’’
—‘’ Μα στην Αθήνα μπάρμπα Βασίλη θα γίνεις καλά, θα ξαναγυρίσεις στο χωριό και θα πίνεις τσίπουρα όπως παλιά. Θα γίνεις περδίκι’’
—‘’ Δε θέλω να γίνω περδίκι, θέλω να πάω εκεί που είναι ο λόχος μου’’
—‘’ Μα δε θέλεις να ζήσεις; Η ζωή είναι γλυκιά’’
–‘’ Και ο θάνατος είναι γλυκός όταν έρχεται στην ώρα του και στον τόπο του καθενός. Δε φοβάμαι γιατρέ το θάνατο, τον είδα πριν τόσα χρόνια στο Καλπάκι, μια ιδέα είναι. Και τι έγινε; Τόσοι και τόσοι έφυγαν από τούτο τον κόσμο σα να παραμέρισαν λίγο από το δρόμο και πήγαν προς νερού τους. Έλειψαν σε κανέναν; Σε ρωτώ’’
Τα φάρμακα και οι μορφίνες του έφερναν παλιόνειρα, όλα από το τότε. Απόψε είδε στο όνειρο τον Τάσιο Χαλκιά ότι τάχα μου ήταν μαζί στη Γκραμπάλα. Ο Τάσιος ήταν ολμιστής και έβαζε όλμους από το ξημέρωμα κατά Δολιανά όπου ξεκίναγαν οι Ιταλοί να έρθουν κατά το Καλπάκι. Ο πυροσωλήνας του όλμου έλιωσε από την πολύ φωτιά και τότε ο Τάσιο- Χαλκιάς άρπαξε το κλαρίνο του, το έμπηξε με το επιστόμιο στο χώμα και με τη μπουκαδούρα έριχνε κατά τον ουρανό μαργιόλες, δερμινίτσες, λιασκοβίκια, πωγωνίσια, καραμπερικα, Κωνσταντάκηδες και ο,τι άλλο πυρομαχικό είχε μέσα η ψυχή του.
Σάστισαν τα αντίπαλα στρατεύματα, σταμάτησαν για λίγο τα φονικά πυρά για να ακούσουν τους ήχους πού έρχονταν από τα ουράνια και έσκαγαν στη γη. Ας μη ξημέρωνε αυτή η βραδιά. Ο μπάρμπα- Βασίλης ήταν με το λόχο του στο Καλπάκι, πολεμούσε, γλεντούσε, τραγουδούσε και χόρευε.
· Αιντε τρώτε για να πίνουμε μωρέ παιδιά,
· Κι’ αύριο στράτες έχουμε μωρέ ντουλμπέρια μου
· Στράτες και στρατέματα μωρέ παιδιά
· Πόλεμο θα στήσουμε μωρέ παιδιά
· Κι’όποιον εύρει ο θάνατος μωρέ ντουλμπέρια μου…
Το πρωί ο θεράπων γιατρός τον βρήκε κρύο. Η νοσοκόμα του είπε ότι ο γέροντας όλο το βράδυ πολεμούσε και γλεντούσε στο Καλπάκι με την κομπανία των Χαλκιάδων. Το βράδυ δεν τα πήρε τα χάπια του. Ηταν αδύνατο να του τα δώσει η νοσοκόμα. Της έλεγε μέσα στο παραλήρημα. Όχι άλλα χάπια, είναι ακριβά, το καταξόδεψα το κράτος να φροντίζει έναν γέροντα. Μωρέ! χαρά στο πράμα, σιγά μη χάσουν τον επιστήμονα! Μη με βαστάτε άλλο εδώ μέσα. Θέλω να φύγω να πάω στο λόχο μου, σαν αύριο πολεμούσαμε στο Καλπάκι. Τόσα παιδιά χάθηκαν εκεί και εγώ ακόμα γυροφέρνω στον απάνω κόσμο σαν το κοράκι. Θέλω να πάω στο λόχο μου. Λείπω τόσον καιρό, θα με κηρύξουν λιποτάκτη κι’ εγώ αυτές τις ντροπές και τις δειλίες δεν τις μπορώ. Με τι μούτρα θα κοιτάξω τον Κατσιμήτρο!
Βασίλης Γκουρογιάννης
27-10-2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου