Βουβά τηλέφωνα… (Αφηγηματικό μνημόσυνο στα παιδιά που έσβησαν στο τραίνο) - Του Βαγγέλη Τσιρώνη
-Μα τι ωραίες ήταν αυτές οι Απόκριες ρε παιδιά!
-Αχ, ξεσκάσαμε...
-Τρία χρόνια μας είχε κλείσει ο κωλονοϊός… Χαχχα!
- Καιρός ήταν. Φέτος του τη φέραμε κανονικά!
-Αμ τι φαντάστηκε ο πονηρούλης; Γέρασε πια.
-Για πόσο ακόμη θα μπορούσε να τα βάλει με την νιότη, την Άνοιξη της ζωής. Έτσι δεν μας λένε οι μεγάλοι;
-Εμείς ανοίξαμε κι αυτός έκλεισε. Ο μπαγαπόντης, χαχαχα…
-Μα κι ο καιρός, παιδιά, Άνοιξη κανονική! Κι ας ήταν ακόμη
κουτσοφλέβαρος. Μόνο που βρισκόταν στα τελειώματά του.
-Τι να λέμε, περάσαμε τέλεια, τέλεια!
Τέτοια έλεγαν μεταξύ τους με ατέλειωτα γέλια και χαρές η Καίτη, ο Νίκος, η Μαρία, η Μυρσίνη, ο Λάμπρος, ο Τόλης, η Θάλεια, ο Θοδωρής… Όλοι τους μια μεγάλη συντροφιά γεμάτη ζωντάνια και χυμούς. Σαν μια πολύχρωμη ανθοδέσμη. Ούτε που φαινόταν καν στα μάτια και το πρόσωπό τους η κούραση απ’ τα τριήμερα γλέντια και ξενύχτια. Και τώρα περίμεναν το νυχτερινό τραίνο στο σταθμό. Την άλλη μέρα έπρεπε να βρίσκονται πρωί στο Πανεπιστήμιο. Να συνεχίσουν τις σπουδές για να κάνουν αληθινά τα όνειρά της ζωής τους. Τα πιο όμορφα όνειρα...
Και να. Ακούγεται μέσα στη νύχτα η σειρήνα της αμαξοστοιχίας.
-Λοιπόν μη χαζεύετε, έρχεται, είπε κάποια από την παρέα. Ετοιμαστείτε και τα κεφάλια μέσα…
Η πολυτελής «ταχεία» με τα πέντε τεράστια βαγόνια της ήταν σχεδόν γεμάτη. Γεμάτη από νεανικές συντροφιές. Μπουκέτα από αγοροκόριτσα. Λες και είχαν το τραίνο αγκαζαρισμένο. Πού και πού έβλεπες κάποιον μεσήλικα ή μεσήλικη. Κανείς παππούς και καμιά γιαγιά. Πού να ταξιδέψουν με το τραίνο όλη τη νύχτα, χειμώνας καιρός. Και οι ανοιξιάτικες παρέες, παρότι άγρυπνες για μερόνυχτα, δεν έπαυαν να κρατούν τα μάτια τους ολάνοιχτα, να μιλούν, να χαίρονται, να γελούν. Να δίνουν ζωή και να ομορφαίνουν ακόμη πιο πολύ το εσωτερικό της μακρόσυρτης αμαξοστοιχίας.
Αλλά να! Βροντή κεραυνοβόλα και συθέμελη! Φωτιά ταυτόχρονα τρανή, φρικτή, απαίσια!! Σαν να βούτηξε ο ήλιος και καρφώθηκε στα τρία πρώτα βαγόνια! Τι ήταν αυτό Θεέ μου; Έγιναν όλα στη στιγμή πυκνός κι ολόμαυρος καπνός. Καπνός κι αέρας. Αέρας και φλόγα! Φλόγα ως τα μεσούρανα που φωτοβόλησε και φώτισε την πανέμορφη κοιλάδα των Τεμπών. Την πιο όμορφη και μοσχομυριστή κοιλάδα της Ελλάδας. Και που την φωταύγασε με 1300 βαθμούς κελσίου, την ίδια στιγμή την έκανε πανάσχημη, βρωμερή κι ολόμαυρη. Την πιο άσχημη, την πιο βρωμερή, την πιο σκοτεινή κοιλάδα πια του κόσμου όλου. Όπως συνέβη και με κείνες τις κοιλάδες που εδώ και λίγες μέρες ζήλεψε τις ομορφιές τους ο υποχθόνιος Εγκέλαδος: της Αντιόχειας, της Αττάλειας, της Μερσίνης, του Καζιαντέπ... Τις ζήλεψε και τις κατάπιε μονομιάς. Και με τη μια τις κατάντησε κι εκείνες πανάσχημες, βρωμερές κι ολόμαυρες.
Ούτε «αχ» δεν πρόλαβαν να βγάλουν στα τρία πρώτα βαγόνια τα μέχρι τη στιγμή που έπεσε το κεραυνοβόλο πυρ χαμογελαστά κι ολόδροσα χείλη.
Και ύστερα, σαν ταξίδεψε το σκληρό μαντάτο με την ταχύτητα του φωτός και έφτασε απανταχού της γης… Ύστερα…
-Έλα Μαρία, παιδί μου, μίλα μου. Σε παρακαλώ μίλα μου, η μάνα σου είμαι. Μ΄ ακούς; Δεν μ’ ακούς πια ψυχούλα μου; Δεν μ΄ ακούς…
-Έλα, έλα Κώστα, παιδί μου! Ο πατέρα σου είμαι. Μίλα μου, μίλα μου! Πες μου κάτι, μ’ ακούς; Δεν μ’ ακούς πια καρδιά μου; Δεν μ’ ακούς…-
-Έλα Μυρσίνη μου, μίλα μου. Μυρσίνη μίλα μου, η αδερφή σου είμαι! Μ’ ακούς; Πες μου κάτι. Δεν μ’ ακούς πια αδερφούλα μου; Δεν μ’ ακούς…
-Έλα-έλα Θοδωρή μου, μίλα μου αγάπη μου, η Θάλεια είμαι καλέ μου, πες μου κάτι. Μ’ ακούς μάτια μου; Δεν μ’ ακούς πια; Δεν μ’ ακούς…
Όλα τα τηλέφωνα βουβά. Βουβά κι ολόπικρα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου