Τα ξεχασμένα παλαιά έθιμα των Χριστουγέννων στη Θεσπρωτία...
Του π. Ηλία Μάκου
Τα παλαιά έθιμα των Χριστουγέννων, όπως και της Πρωτοχρονιάς, σβήνουν σιγά-σιγά. Η κοινωνία κινείται σε άλλους ρυθμούς.
Γι' αυτό καταγράφουμε κάποια απ' αυτά, που τα τηρούσαν οι Θεσπρωτοί, και μέσα από τα οποία φαίνεται ο τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, που καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή εποχή.
Αν τότε ήταν χειρότερα ή καλύτερα, αφορά άλλο θέμα, που μπορεί κανείς να το αξιολογήσει.
Τα παλαιά έθιμα στη Θεσπρωτία, ελάχιστα από τα οποία διασώζονται ως τις ημέρες μας, περιείχαν το πνεύμα των ανθρώπων των παρελθουσών εποχών.
Τα Χριστούγεννα και στη Θεσπρωτία είχαν ξεχωριστή σημασία. Με τις πολλές γιορτές, το καλό και πλούσιο φαγοπότι, τα γλέντια και τα γιορτάσια, που σχετικά έχουν ατονήσει, αλλά δεν έχουν ακόμη εντελώς σβήσει στην περιοχή, ήταν μια όαση μέσα στο χρόνο. Και κοινωνικά και θρησκευτικά, γιατί έδιναν την ευκαιρία ανανέωσης.
Μια όαση, που έδινε τη δυνατότητα στην ανθρώπινη ψυχή πρέπει με ξανανιωμένες τις δυνάμεις να ξαναρχίσει πάλι τον κύκλο της ζωής με μεγαλύτερη όρεξη και μεγαλύτερο θάρρος και ελπίδα για το μέλλον.
Η προετοιμασία...
Πριν τα Χριστούγεννα οι γυναίκες καθάριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν τα γλυκά (κουραμπιέδες, μπακλαβά κ.ά.).
Προ των Χριστουγέννων γίνονταν και το σφάξιμο των γουρουνιών. Σήμερα ελάχιστα γουρούνια εκτρέφονται στην περιοχή και στα γιορτινά τραπέζια χρησιμοποιούνται κυρίως κρέατα από αρνιά και κατσίκια και λιγότερο γαλοπούλες.
Οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν το μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ακρίσιο, ζεστό νερό και αλάτι.
Ήταν η εποχή, που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ, ώστε το λίπος του να είναι αρκετό.
Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια.
Το αλάτιζαν και το έβαζαν στην «κάδ’» (ξύλινος κάδος) για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα. Αφού τελείωναν όλες τις δουλειές, καταπιάνονταν ύστερα με το γέμισμα των λουκάνικων, για τα οποία έδειχναν ιδιαίτερη επιμέλεια.
Το κρέας το έκοβαν κομματάκια με μαχαίρια. Το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν.
Λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκ’ωτένια ή σκ’ωτίσια). Το λίπος, τον λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και το ‘λιωναν μέσα σε καζάνι, που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του.
Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες».
Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό, αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.
Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν σε όλα σχεδόν τα φαγητά, γιατί ήταν δική τους παραγωγής και πιο φθηνό από το λάδι.
Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά». Ο «καβουρμάς» κρατούσε, χωρίς να χαλάσει, μέχρι το καλοκαίρι.
Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν. Με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα.
ΤΟ "ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ"
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.). Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό. Τα χριστόψωμα, τα έκοβε στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης, σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς. Σε κάποια χωριά της Θεσπρωτίας τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα, που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια, τα οποία συμβόλιζαν την αφθονία, που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου να βάζουν ένα άβαφο αυγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα.
ΟΙ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ "ΣΠΑΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ"
Σε όλα τα σπίτια, στα χωριά της Θεσπρωτίας, παραμονή ή προπαραμονή Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίτες. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί.
Η πρώτη τηγανίτα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίτες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Η ποσότητα του ζυμαριού, που θα γινόταν τηγανίτες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίτες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση.
Τα "σπάργανα του Χριστού", αποτελούν ένα έθιμο διαδεδομένο, από τα βάθη του χρόνου στην Ήπειρο και συμβολίζουν το σπαργάνωμα του Χριστού στη φάτνη ψήθηκαν, όπως και τα αλλοτινά χρόνια γινόταν, στην πλάκα.
Πάνω στη μαυρόπλακα, μια βαριά ίσια πέτρινη πλάκα, που πριν χρησιμοποιηθεί ζεσταινόταν, η γιαγιά του σπιτιού συνήθως, έψηνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, "τα σπάργανα του Χριστού" με χυλό από αλεύρι, νερό και αλάτι.
Υπήρχαν πολλές παραλλαγές, ανά περιοχή ως προς την παρασκευή "των σπαργάνων του Χριστού".
Γερόντισσες νοικοκυρές έριχναν μια κουτάλα από το χυλό στην πυρωμένη πέτρα ή λαμαρίνα, άνοιγαν τη ζύμη να γίνει μεγάλη και την έψηναν και από τις δύο πλευρές. Έφτιαχναν μ' αυτόν τον τρόπο αρκετά φύλλα. Παράλληλα ανακάτευαν καρύδι με κανέλα, ζάχαρη, και γαρίφαλο και δημιουργούσαν ένα μείγμα. Έστρωναν ένα φύλλο ζύμη, έριχναν από πάνω το μείγμα και συνέχιζαν το στρώσιμο. Στο τέλος το σιροπιάζανε.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
To πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά κατά ομάδες, (και ήταν πολλά τότε), αφού χτυπούσαν πρώτα την καμπάνα της εκκλησίας, ξεκινούσαν για να πουν τα «κάλαντατα» στα σπίτια του χωριού. Στον ώμο τους είχα κρεμασμένο τον «τρουβά» για να βάλουν μέσα τις «κλούρες» (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), τα κάστανα, τα καρύδια και τα αμύγδαλα που θα τους πρόσφεραν οι νοικοκυρές.
Τα κάλαντα, που έλκουν την καταγωγή τους από παρόμοια αρχαία τραγούδια του αγερμού και της ειρεσιώνης και είχαν κοσμικό χαρακτήρα.
Η Εκκλησία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απέτρεπε αυτό το έθιμο ως ειδωλολατρικό και το είχε καταδικάσει με απόφαση της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου το 680 μ.Χ.
Με την πάροδο του χρόνου τα κάλαντα απέκτησαν θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάλογο με την κάθε γιορτή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολυάριθμες παραλλαγές καλάντων που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα.
Σχεδόν κάθε περιοχή, πολλές φορές και κάθε χωριό έχει τα δικά του, ξεχωριστά κάλαντα.
Οι στίχοι διαμορφώνονται ανάλογα με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της κάθε περιοχής και η μουσική ανάλογα με την παράδοση του κάθε τόπου.
ΤΑ "ΔΑΙΜΟΝΙΚΑ"
Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από δέντρο αγκαθωτό, αχλαδιά, αγριοκερασιά κ.κπ. Τα αγκαθωτά δένδρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα.
Επίσης, έκαιγαν λιβάνι ή αλάτι στη φωτιά, ή κρεμούσαν ένα κατωσάγονο χοίρου στην καμινάδα. Άλλοι θέλοντας να τους εξαπατήσουν, μια και οι καλικάντζαροι θεωρούνταν κουτοί, έδεναν στο κρικέλι της πόρτας ένα σκουλί λινάρι.
Ώσπου να μετρήσει ο δαίμονας τις ίνες του λιναριού, θα λαλούσε ο πετεινός.
Η ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Την ημέρα των Χριστουγέννων κανένας δε λείπει από την εκκλησία που είναι ολόφωτη από τα κεριά και τις λαμπάδες μέσα στη νύχτα. Μετά τη λειτουργία, χαιρετά ο ένας τον άλλον και εύχεται «χρόνια πολλά». Στη Θεσπρωτία είχαν μια ωραία συνήθεια που τη βασίζανε σε μια παλιά παράδοση.
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, λέει, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους.
"ΑΡΝΙΑ, ΚΑΤΣΙΚΙΑ, ΝΥΦΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΠΡΟΥΣ"
Έτσι, λοιπόν, όποιος πήγαινε στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούσαν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό, που έκαιγε, τρίζοντας. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά έπιαναν φωτιά κι πετούσαν σπίθες, εύχονταν οι άνθρωποι: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!»
Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει. Μετά τα Χριστούγεννα, στα 12μερα, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μην τους βρει η νύχτα έξω από το σπίτι, φοβούμενοι τους καλικάντζαρους. Τα 12μερα ούτε αλλάζανε, ούτε λουζόντουσαν για να φύγουν τα ξόρκια.
ΠΗΓΗ: katoci.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου