"Ο Μαριούκος και το κινητό του" - Του Βαγγέλη Τσιρώνη
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ...
Μπροστά στη αγωνία τόσων και τόσων γονιών για τη λαίλαπα στην οποία έχει εξελιχθεί το κινητό για τα παιδιά, σκέφτηκα να γράψω ένα παραμυθάκι. Μήπως και έτσι είναι πιο πρόσφορο να τα πείσουμε και γλυτώσουν από αυτό το μεγάλο κακό που, δυστυχώς, φέρνει στη ζωή τους, πάντα με την ευθύνη των μεγαλυτέρων ημών, φυσικά. Το παραμύθι αυτό, με κάποιες μικρές παραλλαγές, έχει βραβευτεί και εκδοθεί, μαζί με άλλα, από γνωστό εκδοτικό Οίκο των Αθηνών.
Ο Μαριούκος και το κινητό του.
Πετούσε από χαρά ο δεκάχρονος Μαριούκος όταν τελικά οι γονείς του, του έκαναν τη χάρη και του αγόρασαν ένα ωραίο και σύγχρονο κινητό.
-Αφού έχουν όλοι οι φίλοι μου, εγώ γιατί να μην έχω; Δεν είμαι παιδάκι εγώ; Ζηλεύω.
Τέτοια τους έλεγε κάθε τόσο.
-Όμως δεν θα αφήσεις καθόλου τα μαθήματά σου, του ζήτησαν εκείνοι.
-Ξέρεις καμάρι μου, του μίλησε μελιστάλαχτα και η αγαπημένη του γιαγιά του, είναι επικίνδυνο το κινητό. Όσο ωραίο είναι, τόσο μεγάλους κινδύνους κρύβει για τα παιδιά.
-Όχι, όχι! Θα διαβάζω ακόμα πιο πολύ, τους υποσχέθηκε αυτός. Αφού το κινητό, συνέχισε, θα με βοηθάει να μαθαίνω πιο πολλά πράγματα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα πολλά μαθαίνεις μέσα από αυτό για όλο τον κόσμο! Σαν να έχεις μια ολόκληρη βιβλιοθήκη μαζί σου. Σε ένα κουτάκι! Και με ένα μόνο κλικ σου φανερώνονται όλα μπροστά σου! Κι όχι μόνο θα μαθαίνω, αλλά και θα ξέρετε κάθε στιγμή πού βρίσκομαι και τι κάνω, ώστε να μην ανησυχείτε. Μη φοβάσαι, γιαγιάκα μου. Δε θα με κάνει ό τι θέλει ένα κινητό. Εγώ θα το κάνω κι όχι αυτό!
Έτσι, τόσο ωραία και ώριμα που τους μιλούσε, δεν θα μπορούσαν να μην του ικανοποιήσουν τη μεγάλη του επιθυμία. Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, ο Μαριούκος όλο και πιο πολύ αφοσιωνόταν σ' αυτό το μικρό και παντοδύναμο μηχάνημα παρά στα μαθήματα. Και για να ξεγελάει τους γονείς του, κλεινόταν στο δωμάτιο και έπαιζε συνεχώς έχοντας το βιβλίο ανοιχτό. Δήθεν πως διάβαζε. Ξυπνούσε μάλιστα και τις νύχτες και έπαιζε κρυφά. Ακόμη και τους φίλους του είχε παρατήσει. Όταν εκείνοι τον καλούσαν να παίξουν στις αλάνες, όπως παλιότερα, αυτός τώρα τους απέφευγε.
-Δεν μπορώ, δεν μπορώ, τους έλεγε. Έχω πολύ διάβασμα.
-Μπράβο Μαριούκο μας, μπράβο παλικάρι μας, τον επιβράβευαν οι γονείς του, καθώς γύριζαν καθημερινά κατακουρασμένοι απ’ τη δουλειά και τον έβλεπαν πάντα με το βιβλίο δίπλα του.
Καθόλου δεν τους απασχολούσε πια.
Κι ο Μαριούκος έπαιζε, έπαιζε τόσο που, εκτός ότι κοιμόταν λίγο, πολλές φορές ξεχνούσε και να τρώει κανονικά. Και επειδή δεν του άρεζαν πια τα αγνά και χειροποίητα φαγητά που του ετοίμαζε καθημερινά η καλή γιαγιά του, παρήγγελλε απ' έξω νόστιμα και πικάντικα φαστ φουντ. Εξάλλου, πάντα είχε αρκετά χρήματα μαζί του που του άφηναν οι γονείς. Μάλιστα, δεν πέρασε πολύς καιρός και είχε βαρύνει αρκετά με τα πολλά κιλά που πήρε. Είχε χάσει πια την ωραία του κορμοστασιά!
Κάποια στιγμή, κι ενώ παθιαζόταν ώρες με το κινητό, άρχισε να ακούει μια παράξενη φωνή. Σα να ήταν αληθινή!
-Μπράβο Μαριούκο, του έλεγε. Παίζεις πολύ ωραία. Θα σε κάνω πρωταθλητή!
-Ωραία, έλεγε και ο ίδιος μέσα του ενθουσιασμένος. Θα γίνω σπουδαίος! Θα νικώ κάθε αντίπαλο!
Περνώντας ακόμη ο καιρός, δεν δεχόταν καμιά παρατήρηση των γονιών του. Ούτε και της καλής του γιαγιάς.. Κι όχι μόνο αυτό. Τους αγρίευε κιόλας!
-Αφήστε με ήσυχο! Ξέρω μόνος μου. Δε θέλω να μου μιλάτε!
Κι ενώ οι γονείς του με τις ατέλειωτες δουλειές και τα ταξίδια τους δεν είχαν καθόλου πια χρόνο να ασχοληθούν μαζί του, η γιαγιά, αν και ανήσυχη, τον δικαιολογούσε.
-Παιδί είναι, έλεγε. Έχει πολλά μαθήματα, θα του περάσει.
Τώρα καθοδηγητής πια του Μαριούκου ήταν εκείνη η παράξενη φωνή που του παρουσιαζόταν όλο και πιο συχνά. Κι ενώ το πάθος με το κινητό μεγάλωνε, η φωνή κάποια στιγμή, πήρε σάρκα και μορφή. Την έβλεπε κιόλας! Ήταν του μόνου φίλου του, του Μπάμπη. Μ' αυτόν έπαιζε πολλές φορές τις νύχτες με τα κινητά του ο καθένας από το σπίτι του. Έπαιζαν παράξενα παιχνίδια με φοβερές κραυγές, με όπλα, με μαχαίρια και φωτιές!
Κάποια μέρα, σε ένα διάλειμμα του σχολείου, όπως γυρόφερνε μόνος του στην αυλή, η μορφή του Μπάμπη φανερώθηκε μπροστά του.
-Έλα γρήγορα μαζί μου, του είπε φωναχτά, σα να τον διέταζε. Τώρα αμέσως!
Χωρίς να χάσει λεπτό, ο Μαριούκος έφυγε από την αυλή και την ακολούθησε γοργά. Τίποτε άλλο δεν σκέφτηκε. Έφευγε, έφευγε μέσα από τους δρόμους της πόλης και δε σταματούσε. Ούτε κοίταζε γύρω του, ούτε άκουγε! Ούτε έβλεπε το πλήθος των ανθρώπων που προσπερνούσε! Ακολουθούσε πάντα τη φωνή και τη μορφή του φίλου του. Όταν έφτασε έξω από την πόλη θέλησε λίγο να ξεκουραστεί.
-Όχι! Όχι! Δεν πρέπει καθόλου να καθίσεις! του ξαναμίλησε πιο άγρια τώρα.
Ο μικρός μαθητής άρχισε να τρέχει, να τρέχει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Έτρεχε, έπεφτε και ξανασηκωνόταν, ενώ η μορφή είχε εξαφανιστεί. Τώρα νόμιζε πως κάποιος άγριος και κακός πολεμιστής, από εκείνους που νικούσε στο παιγνίδι με το κινητό, τον κυνηγούσε από πίσω. Κάποια στιγμή πέφτει πάνω σε κοτρώνες και σουβλερά αγκάθια χωρίς να μπορεί να προχωρήσει πια. Διψούσε φοβερά.
-Νερό! Λίγο νερό! παραμιλούσε.
Ποιος να τον ακούσει;
Κοίταξε τότε με αγωνία γύρω του. Ήταν ένα μέρος άγνωστο και έρημο, ενώ κόντευε να νυχτώσει. Ταυτόχρονα ένιωθε φοβερούς πόνους στο γεμάτο μώλωπες σώμα του. Τα πόδια του ήταν πρησμένα και γεμάτα αίματα ενώ τα ρούχα και τα παπούτσια είχαν γίνει κουρέλια. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του.
-Πώς κατάντησα έτσι;, αναρωτιόταν.
Τότε θυμήθηκε τους γονείς και την αγαπημένη του γιαγιά, ενώ τον πήρε το παράπονο και έκλαιγε με αναφιλητά. Έκλαιγε και φώναζε με όση δύναμη του είχε απομείνει.
-Μαμάαα! Μπαμπάαα! Γιαγιά μουουου! Βοήθειααα!
Για καλή του τύχη οι γονείς, η γιαγιά του και οι αληθινοί φίλοι του δεν άργησαν να παρουσιαστούν μπροστά του. Τον έψαχναν αγωνιωδώς από την πρώτη στιγμή.
Τελικά ο Μαριούκος σώθηκε. Όταν συνήλθε καλά, αναγνώρισε το μεγάλο του λάθος.
-Το πάθος μου με το κινητό θα με κατέστρεφε, είπε πικρά μετανιωμένος...
Βαγγέλης Τσιρώνης
Φιλόλογος - Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου