Άρωμα άφιλτρο... (Στους αληθινούς δάσκαλους) - Του Θανάση Μπούση - Θεσπρωτικοί Αντίλαλοι

https://picasion.com/
https://picasion.com/
https://picasion.com/
https://picasion.com/
https://picasion.com/
https://picasion.com/

Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

Άρωμα άφιλτρο... (Στους αληθινούς δάσκαλους) - Του Θανάση Μπούση

Άρωμα άφιλτρο... (Στους αληθινούς δάσκαλους) - Του Θανάση Μπούση


Γράφει ο Θανάσης Μπούσης

Ήταν η τελευταία χρονιά και στο μυαλό μερόνυχτα, φαντάζει η καινούργια μας ζωή. Γυμνάσιο στην πόλη.
Η αλήθεια είναι πως πονάει να αφήσεις το χωριό, παρηγοριά οι διακοπές. Θα ανταμώνουμε όλοι συχνά.

Τα καλοκαίρια η ζωή μας όλη. Αλλάζει η φύση, ανύχτωτες οι μέρες. Το χωριό σκαρφαλωμένο σε πλαγιά ανάμεσα σε κατακόρυφα βουνά και το φημισμένο μας ποτάμι. Πρότυπο για περιβαλλοντικές δραστηριότητες θα λέγαμε σήμερα.
Το χειμώνα το χιόνι φτάνει ως το γόνα.

Ήταν και η μέριμνα του κράτους, κάθε παιδί να φέρνει από ένα ξύλο για τη σόμπα.
Καλά το κράτος μα οι γονείς, ο πρόεδρος, πως δεν το σκέφτονται. Να βάλουν μια σειρά να κουβαλήσουν ξύλα για όλο το χειμώνα.
Όπως ήμουν μικροκαμωμένος το ξύλο ήταν μεγαλύτερο από το μπόι.
Με πείσμα και μελανιασμένα χέρια κάθε πρωί το ξύλο στο στέγαστρο του σχολείου.
Πώς να μη ζηλέψεις τα παιδιά που ήταν τα σπίτια τους σιμά. Εμείς από τον πέρα μαχαλά έχουμε καμιά ώρα δρόμο.

Το φιλεκπαιδευτικό μας κράτος είχε κάνει ακόμα ένα θαύμα. Πρωί απόγευμα σχολείο. Μια πρόχειρη κατασκευή για συσσίτιο και μετα που να μείνουμε ώσπου να αρχίσει το απογευματινό;

Κοντά στο σχολείο έμενε μια μακρινή θεία. Χήρα με δυο παιδιά από τα 25 χρόνια της. Σκότωσαν σε ενέδρα, μετα από προδοσία των τουρκοτσάμηδων, τον άνδρα της οι Γερμανοί. Το έλεγε, το δάκρυ βρύση κι ας πέρασαν χρόνια πολλά. Τον είχε αγαπήσει και δεν πρόκειται να το ξανακάνει. Το είπε και το έκανε. Έζησε ως τα γεράματα με την τιμή αυτή στα χείλη.
Μας καλοδέχονταν στο φτωχικό της τα μεσημέρια.
Πού να γυρνάτε τα δόλια μες το κρύο; Μας φίλευε κι από τα λιγοστά της.
Κρεμόμασταν από τα χείλη της. Ιστορίες μεταφυσικές που με το λόγο της γίνονταν αλήθειες και πότιζαν τις τρυφερές καρδιές μας.
Είχε χαθεί κι η αδερφή της πρόσφατα, δεν είχε φτάσει τα σαράντα.
Δεν πέθανε όχι, την πήρε ο θεός και την έχει εκεί πίσω από το βουνό. Βλέπετε χειμώνα καλοκαίρι ένα άσπρο σύννεφο. Εκεί την έχει φυλαγμένη.
Έρχεται τις νύχτες και μου λέει πώς περνάει.
Πλούσιο το αρχοντικό κι αυτή κυρά. Θα γυρίσει όταν τελειώσει κάποια ασπροκέντια.

Μέσα σε όλα τα άλλα είχε αρχίσει η μετανάστευση και τα περισσότερα παιδιά ζουν με παππούδες κι άλλους συγγενείς. Στο τέλος της χρονιάς ήταν το έθιμο να κάνουμε διάφορες εκδηλώσεις. Επιδείξεις είχαν καθιερωθεί.
Οι δάσκαλοί μας, τύχη κι ευλογία που βρέθηκαν στο χωριό μας, θέλουν και το κλείσιμο να είναι αντάξιο της προσπάθειας όλης της χρονιάς. Ετοιμάζουν από νωρίς το πρόγραμμα της εκδήλωσης.
Ποιο ποίημα θα πει κάθε παιδί. Ποιο ρόλο θα παίξει στο θεατρικό. Διαλόγους τους λέγαμε. Τι θα τραγουδήσουμε.
Τα μεγαλύτερα παιδιά σηκώνουν το κύριο βάρος της εκδήλωσης.

Μα να που ήρθε εκείνη μέρα που για μας ήταν κι η τελευταία στο δημοτικό. Η σκηνή έτοιμη, τα σκηνικά, τα ρούχα και τα άλλα εξαρτήματα στη θέση τους. Το χωριό φοράει τα καλά του για να απολαύσει τη γιορτή κι εμείς λαχτάρα για τις καλοκαιρινές αποδράσεις.
Το ποτάμι μαγνήτης. Εκεί τα πρώτα μπάνια μας, με χίλιους δυο κινδύνους. Πόσοι είχαν χαθεί και περισσότεροι ακόμα πάλεψαν με το χάρο και γλύτωσαν από τύχη.

Ο Β. είχε μείνει δυο χρονιές στην ίδια τάξη και μαζί με τον Μ. που κι αυτός βγάζει το δημοτικό στα ...δεκατέσσερα είναι οι αρχηγοί. Πολλές φορές και βία μεταχειρίζονται αν δε υπακούμε.
Η εντολή δόθηκε. Την ημέρα των επιδείξεων θα πάμε πρωί για μπάνιο στο ποτάμι κι ώσπου να βγει η εκκλησία θα γυρίσουμε. Μια ομάδα κατηφόρισε. Η ανηφοριά και η ζέστη έκαναν ανυπόφορη την επιστροφή. Στο χωριό μπαίνουν οι χειρότερες σκέψεις. Ο δάσκαλος αλλάζει χρώματα κι από την άλλη προσπαθεί να δείχνει ψύχραιμος για τους συγγενείς. Ξεχύθηκε το χωριό προς τον κάμπο, μας βρίσκουν κατάκοπους στου δρόμου τα μισά.

Ο παπάς λιώνει στον ιδρώτα στο μαύρο ράσο του. Πρώτη σειρά και παραδίπλα ο πρόεδρος κι οι μεγαλύτεροι. Κοντεύει μεσημέρι. Αρχίζει η εκδήλωση είπε ο δάσκαλος, τα παιδιά παρασύρθηκαν.
Μας ενθαρρύνει. Παίξαμε τους διαλόγους, είπαμε τραγούδια, οι αυτοσχέδιοι οργανοπαίχτες του χωριού έβγαλαν τα όργανα, οι κυράδες τις πίτες και τα ζαχαρωτά.
Μεγαλώσαμε, πήραμε το δρόμο μας. Πόσο συχνά έρχεσαι στον ύπνο μου, Άγιε Δάσκαλέ μου. Σε βλέπω να χτυπάς το άφιλτρο τσιγάρο στο πακέτο, Άρωμα Κασετίνα και όπως παλιά μειλίχια να με συμβουλεύεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου