"Πρέπει να παραμείνουμε μαζί σε ένα δυστυχισμένο γάμο για χάρη των παιδιών"; - Της Αγγελικής Τζοβάρα
Γράφει η Αγγελική Τζοβάρα
Ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια*
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι δυσμενείς συνέπειες των συγκρούσεων των γονέων στα παιδιά, δεν εμφανίζονται μόλις λυθεί ο γάμος, αλλά νωρίτερα, μέσα στην οικογένεια, αφού πιθανόν προυπάρχουν κοινωνικά, προσωπικά, πολιτισμικά ή οικονομικά προβλήματα μεταξύ των συντρόφων με αποτέλεσμα τα παιδιά να γίνονται αποδέκτες αυτών των διαφορών. Όταν η συγκατοίκηση δύο γονέων που πρέπει να χωρίσουν παρατείνεται, ενδέχεται να οδηγήσει σε κακή υγεία των συντρόφων, σε υπονόμευση του ενός από τον άλλον και κατ’ επέκταση να πληγεί η γονεϊκή τους ιδιότητα, ενώ διάφορες μελέτες βρήκαν ότι οι συχνές διενέξεις μεταξύ των γονέων επηρεάζουν δυσμενώς τα παιδιά (Furstenberg & Kiernan, 2001).
Τα ζευγάρια που έχουν πάρει διαζύγιο εμφανίζονται περισσότερο ευτυχισμένα συγκριτικά με εκείνα που βρίσκονται σε δυστυχισμένους γάμους, με τα τελευταία να αναφέρουν ότι είναι ελάχιστα ικανοποιημένα από τη ζωή που βιώνουν μέσα στο γάμο σε αντίθεση με τα άτομα που έχουν χωρίσει, τα οποία δηλώνουν αρκετά ικανοποιημένα από τον τρόπο με τον οποίο έχει διαμορφωθεί η ζωή τους μετά το διαζύγιο, ενώ ταυτόχρονα η αυτοεκτίμηση του ατόμου που μένει σε έναν δυσλειτουργικό γάμο πλήττεται και διαφέρει σημαντικά, σε ό,τι αφορά στην αυτοεκτίμηση αλλά και την γενικότερη υγεία των ατόμων που προχώρησαν σε λύση του γάμου (Hawkins & Booth, 2005).
Παράλληλα τα ποσοστά της ευτυχίας και του ευ ζην γενικότερα, είναι χαμηλότερα όταν τα ζευγάρια επιλέγουν να συνεχίσουν έναν κακό γάμο, δεν απολαμβάνουν τη ζωή και τείνουν να παρουσιάσουν προβλήματα υγείας τόσο σωματικής όσο και ψυχικής, ενώ στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στοιχεία περαιτέρω ερευνών που διατείνονται ότι τα άτομα που πήραν διαζύγιο, συχνά δηλώνουν ευτυχισμένα σε σχέση με τα άτομα εκείνα που παραμένουν σε δυστυχείς γάμους, εύρημα που ποικίλει από το αν παντρευτούν εκ νέου (Hawkins & Booth, 2005). Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι οι διαμάχες και η γενικότερη δυσφορία που προκαλεί ένας δυστυχισμένος γάμος στους ανθρώπους, συνδέονται άμεσα με έκπτωση της λειτουργικότητας σε κοινωνικό επίπεδο, θλίψη, μειωμένες σχολικές επιδόσεις και διαταραχές στη συμπεριφορά των παιδιών (Katz & Gottman, 1996).
Σε μια οικογένεια στην οποία οι γονείς αντιμετωπίζουν προβλήματα μεταξύ τους, οι άμεσοι αποδέκτες είναι τα παιδιά και συγκεκριμένα αυξάνεται η συναισθηματική τους δυσφορία ενώ ταυτόχρονα η συμπεριφορά τους μεταβάλλεται σε σχέση με τα παιδιά που ζουν με ευτυχισμένους γονείς αφού στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και το συμπέρασμα των ερευνητών Hess και Camara σύμφωνα με το οποίο διαπιστώθηκε ότι η προσαρμοστικότητα των παιδιών επηρεάζεται από τις διαμάχες των γονέων σε σχέση με τα παιδιά των χωρισμένων γονέων (Jenkins & Smith, 1991). Παράλληλα, εντοπίζονται σημαντικές δυσκολίες στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο κάθε γονέας το πώς θα πρέπει να μεγαλώνει τα παιδί εφόσον υφίστανται διαμάχες μεταξύ των συντρόφων, με συνέπεια να πλήττεται ο συναισθηματικός κόσμος των παιδιών λόγω απουσίας κοινής γονεϊκής γραμμής (Jenkins & Smith, 1991).
Αρκετές έρευνες έδειξαν ότι τα παιδιά γονέων οι οποίοι έφτασαν στο διαζύγιο αργότερα, εμφάνισαν δυσκολίες τόσο στη συμπεριφορά τους όσο και στις σχολικές τους επιδόσεις 4 ως και 12 χρόνια πριν το διαζύγιο των γονέων τους ενώ ταυτόχρονα παρόμοιες δυσκολίες εμφανίστηκαν και σε παιδιά οι γονείς των οποίων παρέμειναν σε δυστυχισμένους γάμους συγκριτικά με παιδία ευτυχισμένων γάμων, με τις έρευνες να καταδεικνύουν ότι το είδος της διαμάχης των γονέων σε συνδυασμό με το πόσο συχνά και σε ποιο βαθμό συντελείται στην καθημερινότητα, δύναται να επηρεάσει τα επίπεδα προσαρμοστικότητας και λειτουργικότητας των παιδιών γενικότερα διαδραματίζοντας εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στα επίπεδα ανησυχίας στα μικρότερα παιδιά ενώ στα μεγαλύτερα σε ό,τι αφορά διαταραχές όπως κατάθλιψη, κακή συμπεριφορά, στρες συγκρινόμενα με παιδιά που βίωναν ελάχιστες και μικρής σημασίας συγκρούσεις στην οικογένειά τους (Kelly, 2000).
Πιο συγκεκριμένα, περαιτέρω μελέτες σύνδεσαν τις κακές σχέσεις των γονέων και τον δυστυχισμένο γάμο με τις δυσκολίες στην συμπεριφορά των παιδιών λαμβάνοντας υπόψη
1) ότι η συχνότητα των συγκρούσεων των γονέων προκαλεί αυξανόμενη ανησυχία, στρες και προβληματική συμπεριφορά στα παιδιά, προβλήματα τα οποία μειώνονται όσο παύουν αυτές οι διαμάχες,
2) όταν τα παιδιά γίνονται μάρτυρες σωματικής κακοποίησης μεταξύ των γονέων παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα,
3) στην ηλικία των 2 ετών τα παιδιά εμφανίζουν υπερευαισθησία στις διαμάχες των γονέων
4) τα παιδιά ανεξαρτήτως φύλου δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να επιλύσουν προβλήματα όσο λαμβάνουν χώρα οι συγκρούσεις των γονιών τους (Grych & Fincham,1990).
Επιπροσθέτως θα πρέπει να τονιστεί ότι οι σοβαρές διαμάχες μεταξύ των γονέων δημιουργούν την τάση στα παιδιά να μιμηθούν αυτές τις κακές συμπεριφορές με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν ακατάλληλους τρόπους κοινωνικής αλληλεπίδρασης όπως ακραίες και επιθετικές συμπεριφορές στις συναναστροφές τους όπως και οι γονείς τους αφού δεν διδάσκονται λειτουργικοί και υγιείς τρόποι αντιμετώπισης μιας διαφωνίας (Kelly, 2000). Επίσης, εκτός από τις επιπτώσεις στη συμπεριφορά των παιδιών που βρίσκονται σε δυστυχισμένους γάμους, έρευνες εντόπισαν και συνέπειες σε σωματικό επίπεδο καθώς η αντίδραση των παιδιών στις διαμάχες και το δυσλειτουργικό κλίμα μεταξύ των γονέων, σχετίζονται με διαταραχές των καρδιακών ρυθμών και της πίεσης, εκδηλώσεις έντονου στρες στο σώμα και το πρόσωπο και αποστασιοποίηση με αποτέλεσμα αυτή η διαρκής έκθεση των παιδιών στις φιλονικίες να δυσχεραίνει την γενικότερη διαχείριση των συναισθημάτων (Kelly, 2000).
Συνελόντι ειπείν, οι συνέπειες της διατήρησης ενός γάμου στον οποίο οι γονείς δεν ευτυχούν και βιώνουν επαναλαμβανόμενες δυσλειτουργικές καταστάσεις, είναι εξαιρετικά περίπλοκες και αφορούν στην γενικότερη σωματική και ψυχική υγεία τόσο των γονέων όσο και στων παιδιών τους.
*Η Αγγελική Τζοβάρα είναι ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια με έδρα την Ηγουμενίτσα, τηλ. επικοινωνίας 6983719069
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου