Μνήμες Θεοφανείων στα χρόνια του '60 στην Ηγουμενίτσα: "Ο χαμένος σταυρός" - Του Τάσου Βασιάδη
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Διήγημα του Τάσου Βασιάδη
Η τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού την ημέρα των Θεοφανίων στην Ηγουμενίτσα της εποχής του ’60 είχε πάντα μια ιδιαίτερη λαμπρότητα που συνδέονταν με το χώρο του παλιού λιμανιού μπροστά από τη Νομαρχία. Η πομπή που ξεκινούσε, μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία από την Ευαγγελίστρια, προϊδέαζε για το χαρμόσυνο τελετουργικό που θα ακολουθούσε.
Ο Μητροπολίτης Τίτος Ματθαιάκης με τη φανταχτερή αρχιερατική του στολή ψηλός, πληθωρικός και μεγαλοπρεπής, επικεφαλής της πομπής, ευλογούσε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τα πλήθη που συνωστίζονταν δεξιά και αριστερά στην παραλιακή οδό που ήταν στρωμένη με φύλλα δάφνης. Δίπλα του και λίγο πιο μπροστά ως προπομποί, βάδιζαν ο εφημέριος της εκκλησίας μας παπά Περικλής και ο εξ απορρήτων του Μητροπολίτη παπά Τίτος ο Μικρός. Παραπίσω ακολουθούσαν οι επίσημοι, το ιερατείο και το υπόλοιπο εκκλησίασμα.
Μόλις έφταναν στην προκυμαία ο Μητροπολίτης, οι συνοδοί του ιερείς και ορισμένοι εκ των επισήμων επιβιβάζονταν στο πανηγυρικά διακοσμημένο βενζινοκάϊκο του Αριστείδη Τσάτση.
Το πλήθος παρατάσσονταν σε όλη την παραλία που σχημάτιζε ένα φυσικό ημικύκλιο που από την ελεύθερη πλευρά του έκλεινε με μια σειρά από βάρκες αγκυροβολημένες πάνω στις οποίες ήταν παραταγμένοι οι κολυμβητές που θα βουτούσαν στα χειμωνιάτικα νερά να πιάσουν το σταυρό που θα έριχνε ο Δεσπότης.
Σε κάθε βάρκα ήταν 3-4 κολυμβητές οι οποίοι αποτελούσαν ομάδα. Η ομάδα από την οποία ένας κολυμβητής θα έπιανε το σταυρό θα είχε το προνόμιο να τον περιφέρει σε όλα τα σπίτια της πόλης εισπράττοντας και τα ανάλογα φιλοδωρήματα, τα οποία ρίχνονταν στο τενεκοκούτι που κρατούσε ο μικρότερος.
Αυτή η παράδοση κινητοποιούσε πολλούς να αψηφούν τα κρύα νερά και να συμμετέχουν σαν χειμερινοί κολυμβητές στην προσπάθεια ανάσυρσης του σταυρού.
Το βενζινοκάικο ξεκινούσε ενώ πάνω στο κατάστρωμα κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο φάνταζε μεγαλοπρεπής ο Δεσπότης με τα απαστράπτοντα χρυσοποίκιλτα άμφια να βουτάει το σταυρό στη θάλασσα συγκρατώντας τον με τη μεγάλη γαλάζια κορδέλα που ήταν δεμένος και να τον σέρνει, ενώ το τρεχαντήρι έκανε κύκλους.
Μετά από δυο τρεις τέτοιους γύρους το καίκι ακινητοποιούνταν ανάμεσα στην προκυμαία και τις βάρκες και ο Δεσπότης πετούσε με δύναμη το σταυρό αφήνοντάς τον ελεύθερο.
Τότε δεν είχαν επινοηθεί ακόμα οι ξύλινοι επιπλέοντες σταυροί και ο Δεσπότης χρησιμοποιούσε το δικό του βαρύτιμο σταυρό ο οποίος βούλιαζε κατευθείαν.
Η μακριά όμως γαλάζια κορδέλα με την οποία ήταν δεμένος σημάδευε τη διαδρομή του και έτσι οι κολυμβητές που βουτούσαν αμέσως τον έβρισκαν εύκολα.
Η ανάδυση με το σταυρό στο χέρι του νικητή συνοδεύονταν πάντα από ιαχές και χειροκροτήματα του πλήθους ενώ τα καράβια που τύχαινε να βρίσκονται δεμένα στο λιμάνι σήμαιναν με δύναμη τις σειρήνες τους.
Ο θόρυβος που δημιουργούνταν από τις ιαχές, τις σειρήνες και τα χειροκροτήματα ακούγονταν σε όλη τη μικρή τότε πόλη και έδιναν το σύνθημα στον νεωκόρο Μιχάλη Κόρο που ανυπόμονα περίμενε στο καμπαναριό της εκκλησίας να αρχίσει κι αυτός να σημαίνει πανηγυρικά τις καμπάνες.
Ο νικητής με το σταυρό στο χέρι ανέβαινε πάνω στο καίκι και είχε την τιμητική να συνοδεύσει τον Μητροπολίτη και τους επισήμους κατά την απόβαση.
Ο Δεσπότης παραλάμβανε το σταυρό και η πομπή επέστρεφε στην εκκλησία.
Εκεί η ομάδα του νικητή παραλάμβανε και πάλι τον σταυρό για να τον περιφέρει στην πόλη και τον επέστρεφε τις απογευματινές ώρες.
Μια χρονιά ωστόσο τα πράγματα πήραν μια απροσδόκητη τροπή.
Η ατυχία ξεκίνησε όταν ο Δεσπότης διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το δικό του σταυρό.
Δανείστηκε λοιπόν τον επίσης πολύτιμο σταυρό του παπά Περικλή, ο οποίος με δυσφορία τον έδωσε φοβούμενος για ενδεχόμενη απώλειά του.
Οι φόβοι του παπά Περικλή δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν.
Την προηγούμενη μέρα εκείνων των Θεοφανίων είχε βρέξει ραγδαία και η θάλασσα ήταν θολή.
Ο Δεσπότης πάνω από το καίκι έριξε το σταυρό αρκετά πριν πλησιάσουν οι κολυμβητές.
Τα θολά νερά κατάπιαν τον σταυρό αλλά και την κορδέλα με αποτέλεσμα όταν πλησίασαν οι κολυμβητές να αρχίσουν να βουτούν στα τυφλά χωρίς να μπορούν να βρουν το σταυρό.
Η αγωνία του κόσμου κορυφώθηκε. Οι κολυμβητές μετά από τις επανειλημμένες βουτιές τους άρχισαν να παραιτούνται ένας ένας από την προσπάθεια.
Στο τέλος μια βουβαμάρα επικράτησε.
Ο σταυρός δεν βρέθηκε.
Οι ιαχές και τα χειροκροτήματα δεν ακούστηκαν.
Οι σειρήνες των καραβιών σιώπησαν και μάταια περίμενε ο Μιχάλης Κόρος το σύνθημα για να σημάνει τις καμπάνες.
Η πομπή βουβή πήρε το δρόμο της επιστροφής και το μόνο που ακούγονταν ήταν η γκρίνια του παπά Περικλή που έχασε το σταυρό του και ζητούσε από τον Δεσπότη να τον αποζημιώσει.
Οι κάτοικοι της Ηγουμενίτσας γύρισαν θλιμμένοι στα σπίτια τους με έντονη απογοήτευση στα πρόσωπά τους από τον κακό οιωνό, ενώ σιγομουρμούριζαν:
-Ακούς εκεί να χαθεί ο σταυρός…Τέτοιο πράγμα δεν ματάγινε..!
Και όλοι περίμεναν τα χειρότερα.
Στην παραλία πλέον δεν έμεινε κανένας.
Μόνο δυό τρείς πιτσιρικάδες βρήκαν ευκαιρία για ένα πρόχειρο ψάρεμα.
Οι βάρκες με τους κολυμβητές άρχισαν να φεύγουν μία μία.
Τελευταίος έμεινε ο Σπύρος Γραμμένος.
Μέσα του δεν είχε παραιτηθεί ποτέ από τη φιλοδοξία να είναι αυτός που θα έβρισκε το σταυρό.
Ετσι αποφάσισε μόνος του να κάνει μια τελευταία βουτιά.
Πράγματι γέμισε τα πνευμόνια του αέρα και βούτηξε.
Αυτή η κατάδυση ήταν η μεγαλύτερη από όσες είχε κάνει.
Και αυτή η προσπάθεια όμως του Σπύρου Γραμμένου αποδείχτηκε άκαρπη.
Νωχελικά άρχισε να μαζεύει το σκοινί της άγκυρας για να αποχωρήσει και αυτός όπως και οι άλλοι.
Και ενώ κοίταζε αδιάφορα την άκρη του σκοινιού μέχρι να εμφανιστεί η άγκυρα, ξαφνικά την είδε και στα άγκιστρά της λαμπύριζε σκαλωμένος ο σταυρός ακολουθούμενος από την μακριά γαλάζια κορδέλα που η άκρη της χάνονταν στα θολά νερά και λικνιζόταν σαν ένα φανταστικό θαλασσινό φίδι.
Με μια θριαμβευτική κραυγή ο Σπύρος πήρε το σταυρό και τον σήκωσε ψηλά.
Από ένα διπλανό καράβι που είχαν προσέξει τις κινήσεις του, άρχισαν αμέσως να σημαίνουν την σειρήνα.
Αμέσως άρχισαν και οι διπλανές σειρήνες να σημαίνουν.
Οι πιτσιρικάδες παράτησαν το ψάρεμα και ξαμολήθηκαν να φέρουν παντού το χαρμόσυνο μήνυμα:
- Ο σταυρός βρέθηκε! Ο σταυρός βρέθηκε!
Ο Σπύρος Γραμμένος κρατώντας το σταυρό με περηφάνια διέσχισε τον παραλιακό δρόμο και θριαμβευτικά μπήκε στην εκκλησία…
Οι κάτοικοι της Ηγουμενίτσας βαρύθυμοι από τον άσχημο οιωνό γευματίζανε στα σπίτια τους.
Ξαφνικά και ενώ ήταν προχωρημένο μεσημέρι άκουσαν τις καμπάνες της εκκλησίας να σημαίνουν θριαμβευτικά.
Μια σπίθα ελπίδας άναψε σε κάθε σπίτι και σαν θρυαλλίδα διέσχισε όλη την Ηγουμενίτσα η χαρμόσυνη είδηση.
Φωνές διστακτικές στην αρχή, δυνατότερες ύστερα ακούγονταν από παντού:
- Ο σταυρός βρέθηκε! Ο σταυρός βρέθηκε! Δόξα σοι Ο Θεός!
Εκείνο το μεσημέρι ο Μιχάλης Κόρος χτύπησε τις καμπάνες όσο δεν τις είχε χτυπήσει ποτέ του.
Τις κτύπησε μέχρι που τα χέρια του πιάστηκαν και έκανε μέρες να συνέλθει.
Το δε τενεκοκούτι της ομάδας που περιέφερε το σταυρό στα σπίτια ξεχείλισε, για πρώτη φορά, από τα φιλοδωρήματα.
.........................
Η φωτογραφία και το κείμενο ανασύρονται απο το βιβλίο των Τάσου Βασιάδη και Κώστα Λώμη "ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ...ΕΝ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΗ"
Ανάμεσα στα πρόσωπα που χαρακτήρισαν την καθημερινότητα της ηγουμενιτσιώτικης κοινωνίας στα χρόνια του ´60 ήταν και ο πρωταγωνιστής του αφηγήματος Σπύρος Γραμμένος, που έφυγε νέος από την ζωή εξ αιτίας τραγικού εργατικού ατυχήματος, που συντάραξε τότε την τοπική κοινή γνώμη.
Απόσπασμα από το βιβλίο "ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧEΣΕΙΣ...ΕΝ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΗ" των Τάσου Βασιάδη και Κώστα Λώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου